Το αλκοόλ στην αρχή της εγκυμοσύνης αυξάνει τον κίνδυνο να γεννηθεί πρόωρο και λιποβαρές μωρό.
Το ποτό κατά την διάρκεια της κύησης είναι γενικά απαγορευμένο αλλά μία νέα έρευνα έρχεται να απαγορεύσει ακόμη και δυο ποτά την εβδομάδα στους τρεις πρώτους μήνες εγκυμοσύνης.
Οι γυναίκες που πίνουν ακόμη και αυτά τα ελάχιστα ποτά κατά τους πρώτους τρεις μήνες της εγκυμοσύνης τους, αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να γεννηθεί πρόωρα το μωρό τους και να έχει βάρος μικρότερο του κανονικού.
Η νέα βρετανική έρευνα διαπιστώνει ότι οι περισσότερες γυναίκες της μεσαίας τάξης συνήθως πίνουν πάνω από δύο ποτά στην αρχή της εγκυμοσύνης τους. Οι ειδικοί μέχρι σήμερα συστήνουν οι έγκυοι και όσες γυναίκες προσπαθούν να μείνουν έγκυοι, να μην πίνουν καθόλου αλκοόλ και σε καμία περίπτωση να μην πίνουν περισσότερα από ένα έως δύο ποτά την εβδομάδα. Η νέα μελέτη δείχνει πάντως ότι ακόμα και αυτή η μικρή ποσότητα εγκυμονεί κινδύνους για το μωρό.
Η έρευνα, που βασίστηκε στην μελέτη των συνηθειών σχεδόν 1.300 εγκύων, έδειξε ότι οι έγκυοι , τουλάχιστον στη Βρετανία, τηρούν γενικά το όριο των δύο ποτών το πολύ την εβδομάδα μόνο κατά το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης τους. Το 53% των εγκύων έπιναν λιγότερο ή περισσότερο πάνω από το όριο των δύο ποτών την εβδομάδα κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης. Αυτές οι γυναίκες ήταν κυρίως μεγαλύτερες στην ηλικία, πιο μορφωμένες και πιο πλούσιες από τον μέσο όρο.
Στο πλαίσιο της έρευνας, το 13% των μωρών που γεννήθηκαν, ήταν λιποβαρή και το 4,3% γεννήθηκαν πρόωρα. Όσες γυναίκες έπιναν δύο ή περισσότερα ποτά κατά το πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, είχαν διπλάσια πιθανότητα να γεννήσουν μωρό πρόωρο ή λιποβαρές, σε σχέση με τις εγκύους που απείχαν πλήρως από το αλκοόλ καθ' όλη τη διάρκεια της κύησης.
Αλλά και όσες δεν είχαν υπερβεί το όριο των δύο ποτών την εβδομάδα, πάλι αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο γέννησης πρόωρου ή λιποβαρούς μωρού. Επίσης αυξημένο κίνδυνο είχαν όσες έπιναν αλκοόλ κατά την περίοδο λίγο προτού μείνουν έγκυοι, η οποία επίσης θεωρείται κρίσιμη κατά τους επιστήμονες.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τους ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λιντς, με επκεφαλή την Καμίλα Νικιάερ, και η σχετική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό επιδημιολογίας «Journal of Epidemiology and Community Health».